φρύνου

φρύνου
φρύ̱νου , φρῦνος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • λαχειδής — λαχειδής, ές (Α) (επίθ. τού φρύνου) δασύς, πυκνότριχος …   Dictionary of Greek

  • συμπατώ — έω, ΜΑ [πατῶ] συνθλίβω πατώντας με τα πόδια (α. «συμπατήσαντες [τὰς σταφυλάς]» β. «γέννημα φρύνου συνεπάτησε βοὺς πίνων», Βάβρ.) αρχ. 1. (σχετικά με ρούχα και υφάσματα σε πλύση) πατώ μαζί με άλλους με τα πόδια 2. καταπατώ («Λακεδαιμονίους οἳ τὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”